Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προεκπιπτω
προεκπίπτω
προ-εκπίπτω
приходиться или случаться раньше
ex. π. εἰς γένεσιν Plut. — возникать раньше;
τί τινος προεκπίπτει Arst., Plut. что-л. — предшествует чему-л.;
φήμη προεκπεσοῦσα Plut. — опередивший (события) слух