Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αχαριστος
ἀχάριστος
ἀ-χάριστος
adj.=2 2
(χᾰ)
; 1) непривлекательный, неприятный, отвратительный
ex. (οὐκ ἀχάριστα ἀγορεύειν Hom. или λέγειν Xen.)
; 2) гнусный, жестокий
ex. (ἔργον ἀχαριστότατον Plut.)
; 3) неблагодарный
ex. (τινι Eur. и πρός τινα Xen.)
; 4) не получивший благодарности, невознагражденный
ex. (προθυμία Xen.; τὰ εἴς τινα ἀνηλωμένα Lys.)