Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισοικιζω
εἰσοικίζω
εἰσ-οικίζω
ион. и староатт. ἐσοικίζω
; 1) поселять, селить ex. (Μακεδόνας Polyb.); med.-pass. селиться, водворяться
ex. (ἐς τέν Κρήτην Hom.; εἰς τὸ ἐργαστήριον Aeschin.)
; 2) med.-pass. заселять
ex. (τοὺς τόπους Arst.)
; 3) med.-pass. перен. проникать, укореняться
ex. (ἡ παρανομία εἰσοικισαμένη Plat.; λιμὸς εἰσοικίζεται εἴς τι Men.)