Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κερματιζω
κερματίζω
κερμᾰτίζω
(fut. κερματίσω - атт. κερματιῶ)
; 1) делить на мелкие части, дробить
ex. (τὸ ἕν, τὰ σώματα κατὰ σμικρά Plat.; τι εἰς πολλά Arst.; εἰς μόρια Plut.)
; 2) расчленять
ex. (τέν ἀρετήν Plat.)
; 3) перечеканивать в мелкую монету
ex. (χαλκείην δαίμονα Anth.)