Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατευναζω
κατευνάζω
κατ-ευνάζω
; 1) укладывать спать, отводить место для ночлега ex. (κ. τινὰ ἐκτὸς τάξεων Eur.); pass. ложиться спать
ex. (ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν Hom.)
; 2) убаюкивать, усыплять
ex. (Ἅλιος, ὃν αἰόλα Νὺξ κατευνάζει Soph.)
; 3) давать отдых, успокаивать, унимать
ex. (αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις κ. Soph.; τέν φύσιν Plut.)
κ. τινὰ μόχθων Anth. — дать кому-л. отдых от трудов
; 4) перен. упокоить (вечным сном)
ex. (τινά Soph.)