Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαθιζω
ἐπικαθίζω
ἐπι-καθίζω
; 1) med. (у чего-л.) сажать, воен. ставить, выставлять
ex. (φυλακήν Thuc. - v. l. ἐπικαθίσταμαι)
; 2) (на чём-л.) сидеть, находиться
ex. (γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.)
; 3) (против чего-л.) расположиться лагерем, тж. осаждать
ex. (τῇ πόλει Polyb.)
; 4) (на что-л.) садиться
ex. (ἐπάνω τῶν ἱματίων NT.)