Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

ενστασις

ἔνστασις

ἔν-στᾰσις
-εως
; 1) установление, учреждение, устройство
           ex. (τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς Aeschin.)
ὅλη ἔ. τῆς ἀγῶνος Aeschin. — весь судебный процесс в целом;
ἐυθέως κατὰ τήν ἔνστασιν τοῦ πολέμου Polyb. — с самого же начала войны:
ἔ. βίου Diog.L. — образ жизни
; 2) сопротивление, противодействие
           ex. (αἱ ἐντάσεις τῶν τῆς συγκλήτου βουλημάτων Polyb.)
; 3) возражение
           ex. (ἔ. ἐστιν ἐπιχείρημα πρὸς τέν θέσιν Arst.; ἐνστάσεις καὴ κοινότητας λαλεῖν Plut.)
; 4) (врачебное) средство
           ex. (ἐνστάσεις καὴ βοηθείας ἀπό τινος ἔχειν Plut.)