Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτειχιζω
ἀποτειχίζω
ἀπο-τειχίζω
; 1) отделять стеной
ex. (τινάς Arph., Thuc.)
πρὸς ἀλλήλους ἀποτειχίσασθαι Luc. — отгородиться друг от друга (словно) стеной
; 2) обносить или окружать стеной
ex. (Ἰσθμόν Her.; τέν πόλιν ἀπὸ или ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν Xen., Plut.; οὐ ῥᾳδίως ἀποτειχισθῆναι Thuc.)
τὸ τεῖχος ἀποτειχίσαι Thuc. — провести стену