Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευερκης
εὐερκής
εὐ-ερκής
adj.=2 2
; 1) хорошо огражденный, защищенный
ex. (αὐλή Hom.; ἄλσος Pind.)
; 2) тщательно огороженный
ex. (εὐ. τοῖς φρουροῖς ὑποδοχή Plat.)
; 3) хорошо укрепленный
ex. (πόλις Aesch., Plut.; χώρα πρὸς τοὺς πολεμίους Plat.; λόφος Plut.)