Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπιπτω
ἐπιπίπτω
ἐπι-πίπτω
(fut. ἐπιπεσοῦμαι)
; 1) (на что-л.) падать, спадать
ex. (ἐπί τι Xen. etc.)
ἐπιπεσεῖν ἐπὴ τὸν τράχηλόν τινος NT. — броситься кому-л. на шею
; 2) врываться, вторгаться
ex. (ἐπὴ τῷ νότῳ ὁ βορέας ἐπιπίπτει Arst.)
; 3) нападать
ex. (ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὴ ἐξόπισθεν Plut.)
ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. — столкнуться друг с другом;
οὐ προσδεχομένῳ τινὴ ἐ. Plut. — напасть на кого-л. врасплох
; 4) перен. налетать, обрушиваться
ex. (λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα δίκη τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὴ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.)
; 5) приходить в голову, осенять
ex. (λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.)
; 6) попадать, встречаться
ex. ἐπὴ ταύτην ἐπιπεσεῖν τέν παράκλησιν Isocr. — прийти к следующему утверждению
; 7) нисходить, проникать
ex. (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT.)