Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατατρεχω
κατατρέχω
κατα-τρέχω
(fut. καταδρᾰμοῦμαι, aor. 2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα)
; 1) сбегать, спускаться бегом
ex. (κάτω, ἀπὸ τῶν ἄκρων Her.; ἐπὴ τέν θάλατταν Xen.; καταδραμοῦσα τέν θύραν ἄνοιξον Arph.)
; 2) спускаться (с корабля) на берег, высаживаться
ex. (εἰς Ἰταλίαν Polyb.)
ναῦται καταδεδραμηκότες Xen. — морской десант
; 3) приставать, причаливать
ex. (ξένιον ἄστυ Pind.; εἰς τὰ ἐμπόρια Polyb.)
; 4) совершать набег(и), опустошать (набегами), разорять
ex. (τέν Αἴγιναν Thuc.; χώραν Thuc., Plut.; εἰς τὸ χωρίον Arst.)
; 5) устремляться, набрасываться
ex. (ἐπί τινα NT.)
; 6) обрушиваться (с порицаниями), нападать, бранить
ex. (τέν Σπάρτην Plat.; τῶν μάντεων Diog.L.; τινός Plut., Sext.)