Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμφιστομος
ἀμφίστομος
ἀμφί-στομος
adj.=2 2
; 1) имеющий выход с обеих сторон, сквозной
ex. (ὄρυγμα Her.; θυρίδες Arst.)
; 2) двусторонний
ex. ἀμφίστομοι λαβαὴ κρατήρων Soph. — ручки с обеих сторон чаш;
ἀ. τάξις Polyb. или ἀμφίστομον πλινθίον и πλαίσιον воен. Plut. — строй с двойным фронтом, преимущ. карре