Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικοσμεω
ἐπικοσμέω
ἐπι-κοσμέω
; 1) разукрашивать
ex. (τὰ τείχεά τε καὴ τὰ ἱρά Her.; ἐγκώμια μέλεσι καὴ ᾠδαῖς Plut.)
; 2) (о покойных) увековечивать, чтить
ex. (τινα ἐπιγράμμασι καὴ στήλῃσι Her.)
; 3) возвеличивать, прославлять
ex. (θεάν Arph.)