Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκληροω
συγκληρόω
συγ-κληρόω
; 1) избирать по жребию
ex. (τὸ δικαστήριον Plut.)
; 2) (о судьбе) соединять в один надел
ex. (δύο τμήματα Plat.)
; 3) связывать, сталкивать
ex. (τινα ἀνθρώπῳ τινί Aesch.)
; 4) давать по жребию
ex. (τινί τι Dem.)