Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ειλικρινης
εἰλικρινής
εἰλι-κρῐνής
v. l. εἱλικρινής adj.=2 2
<εἵλη>
; 1) чистый, беспримесный
ex. (τὰ στοιχεῖα Arst.)
; 2) чистый, непорочный
ex. (τέρψεις Isocr.; ἡδονή Arst.)
; 3) ясный
ex. ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. — когда уже совсем рассвело
; 4) тщательно обособленный, непереметанный
ex. (τὰ φῦλα Xen.)
; 5) чистый, неэмпирический, абсолютный
ex. (διάνοια Plat.)
; 6) истый, подлинный
ex. (ἀδικία Xen.)