Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ατιμια
ἀτιμία
ἀ-τῑμία
эп.-ион. ἀτῑμίη ἡ тж. pl.
; 1) непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие
ex. (ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.)
ἀ. ἐσθημάτων Aesch. — жалкое рубище
; 2) (в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния
ex. (χρήμασι καὴ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.)