Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαγριοω
ἐξαγριόω
ἐξ-αγριόω
; 1) делать диким, т.е. опустошать ex. (χώραν Diod.); med.-pass. дичать
ex. (τόπος ἐξηγριωμένος Isocr., Aeschin.; πηλοῖς καὴ ὕλαις Plut.)
; 2) Her., Eur., Plat., Arst., Plut. = ἐξαγριαίνω