Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπεραντλος
ὑπέραντλος
ὑπέρ-αντλος
adj.=2 2
; 1) переполненный течью
ex. (ἡ ὁλκάς Plut.)
; 2) обремененный, удрученный
ex. (συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.)
; 3) обильный (sc. πλοῦτος) Luc.
; 4) безмерный
ex. (ὕβρις Luc.)