Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιλεγω
ἀντιλέγω
ἀντι-λέγω
(fut. ἀντιλέξω и ἀντερῶ, aor. ἀντέλεξα и ἀντεῖπον, pf. ἀντείρηκα)
; 1) высказываться против, противоречить, опровергать, возражать
ex. (τινὴ περί или ὑπέρ τινος Xen. и τινί τι Thuc.)
οὐδὲν ἀντιλεκτέον Eur. — спору нет;
ἀ. μέ ποιεῖν τι Thuc. — возражать против какого-л. действия;
ἀ. μέ οὐ ἀξιοῦσθαι … Xen. — утверждать, что не подобает …
; 2) приводить в возражение
ex. (τὸν ἐναντίον λόγον τινί Lys.)
; 3) оспаривать
ex. (χωρίον ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον Xen.)
τὰ ἀντιλεγόμενα Polyb. — спорные вопросы