Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαφλεγω
διαφλέγω
δια-φλέγω
; 1) сжигать; pass. сгорать
ex. (πρὴν ἢ διαφλέγεσθαι τὰ ἱμάτια Plut.)
; 2) воспламенять, возбуждать
ex. (τὰς ψυχάς Plut.)
διεφλέχθη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν Plut. — от песен он воспламенился душой