Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καλπις
κάλπις
-ῐδος ἡ (acc. ιν Hom. и ιδα Pind.)
; 1) кувшин Hom., HH., Pind., Anth.
ex. κάλπισι ἐκ ποταμῶν δροσον ἄρατε Arph. — принесите в кувшинах речную влагу
; 2) сосуд для мазей
ex. (ἐκ χρυσῶν καλπιδων μύροις ῥαίνειν Polyb.)
; 3) погребальная урна
ex. (λείψανα ἐν κάλπιδι κευθόμενα Anth.)
; 4) урна для опускания голосов или для бросания жребия
ex. (ἐς τέν κάλπιν ἐμβάλλονται κλῆροι Luc.)