Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εσσυμενος
ἐσσύμενος
adj.=3 3
(ῠ) <part. pf. pass. к σεύω> стремительный, торопливый
ex. (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.)
ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. — рвущийся в бой;
ἐ. ὁδοῖο Hom. — стремящийся в путь;
ἐ. ἀλύξαι Hom. — пытающийся ускользнуть