Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κτησις
κτῆσις
-εως ἡ
; 1) приобретение
ex. (χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.)
κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. — приобрести что-л.
; 2) владение, обладание
ex. (πλούτου Soph.)
κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. — владеть золотыми приисками
; 3) имущество, достояние
ex. (πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.)