Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πεψις
πέψις
πέψις, εως ἡ[πέσσω]
; 1) приготовление пищи, варка (ἐν τῷ ὑγρῷ Arst.) или жарение (ἐπὶ τῶν τηγάνων Arst.);
; 2) созревание (τῆς ἐν τοῖς περικαρπίοις τροφῆς Arst.; τῆς φλεγμονῆς Plut.);
; 3) брожение (sc. τοῦ οἴνου Plut.);
; 4) пищеварение (π. καὶ ἀπεψία Arst.);
; 5) физиол. вырабатывание, выделение (ἡ τοῦ σπέρματος π. Arst.).