Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσπαω
ἀποσπάω
ἀπο-σπάω
; 1) отрывать, разлучать
ex. (τινα ἀπό τινος Her. и τινά τινος Plut.)
; 2) вырывать
ex. (τινα ἐκ χερῶν τινος Eur.)
; 3) отвлекать, уводить в сторону
ex. (τινά τινος и ἀπό τινος Plat.)
τέν μάχην μακρὰν ἀποσπάσασθαί τινος Plut. — оттянуть сражение на большое расстояние от чего-л.
; 4) лишать
ex. (τινά τινος Soph., Plut., редко τινά τι Soph.)
; 5) срывать, взламывать
ex. (θύρας Her.)
; 6) оттаскивать, тащить
ex. (τινα κόμης Aesch.)
; 7) разрывать, разделять
ex. (τὸ στράτευμα ἀπεσπάσθη τε καὴ ἀτακτότερον ἐχώρει Thuc.)
; 8) отделяться, уходить прочь
ex. (ἡ ὄρνις ἀπέσπα φεύγουσα Xen. - v. l. ἀπεσπᾶτο)