Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολιορκεω
πολιορκέω
πολῐ-ορκέω
(ион. impf. ἐπολιόρκεον)
; 1) осаждать, блокировать
ex. (τέν Μίλητον Her.; ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖσθαι Isocr.)
οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. — не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду
; 2) перен. осаждать, преследовать, мучить
ex. (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.)