Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακοσμεω
διακοσμέω
δια-κοσμέω
; 1) расставлять в порядке, выстраивать
ex. (τοὺς Ἀχαιούς Hom.; τέν δύναμιν Plut.)
ἐς δεκάδας διακοσμηθέντες Hom. — построенные десятками
; 2) med. приводить в порядок, убирать
ex. (πᾶν μέγαρον Hom.)
; 3) (благо)устраивать, организовывать
ex. (τέν Παναθηναϊκέν πομπήν Thuc.; τὰ πράγματα Plat.; τέν τῶν ὅλων σύστασιν Arst.; Ἑλληνικοῖς νόμοις τὰς πόλεις Plut.)