Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπεταννυμι
καταπετάννυμι
κατα-πετάννῡμι
(fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι)
ex. (у Hom. и Eur. - in tmesi)
; 1) расстилать
ex. (λῖτα Hom.)
; 2) разворачивать, распускать
ex. (ἱστία Eur.)
; 3) накрывать, покрывать
ex. (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τέν κεφαλέν φοινικίδι, τέν αὐλέν δικτύοις Arph.; τέν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.)