Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακρινω
κατακρίνω
κατα-κρίνω
(ῑ)
; 1) определять в виде наказания, назначать
ex. (θάνατόν τινος Isocr.)
κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. — когда это было ему определено оракулом
; 2) выносить обвинительный приговор, осуждать
ex. (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τέν ἁμαρτίαν NT.)
ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. — если я буду осужден
; 3) присуждать, приговаривать
ex. (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT.)
κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. — осужденный на смерть;
κ. τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. — приговорить к лишению зрения;
βαδίζω, ἔνθα τύ μευ κατέκρινας Theocr. — я ухожу, куда ты указал мне
; 4) судить, полагать
ex. (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.)