Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θριγκος
θριγκός
ὁ
; 1) венечный карниз, зубчатый верх стены
ex. (οἰκίας Arst.)
ἐπήσκηται αὐλέ τοίχῳ καὴ θριγκοῖσι Hom. — двор обнесен (был) зубчатой стеной;
δῶμα περιφερὲς θρίγκοις Eur. — дворец с зубчатой стеной
; 2) стена, ограда
ex. (χωρίοις θριγκοὺς προβάλλειν Plut.)
τοῦ θριγκοῦ ὑπερβάλλειν πόδα Eur. — переступать ограду;
πελάθειν θριγκοῖς Arph. — приближаться к ограде
; 3) высшая степень, верх, завершение
ex. (ἀθλίων κακῶν Eur.)
θ. τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτική (sc. ἐστιν) Plat. — венцом (всех) наук является диалектика