Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απαιρω
ἀπαίρω
ἀπ-αίρω
(aor. 1 ἀπῆρα, pf. ἀπῆρκα)
; 1) снимать, убирать
ex. (ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.)
; 2) отводить прочь, удалять
ex. (φάσγανόν τινος Eur.)
; 3) уводить, увозить, уносить
ex. (τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς νῆας πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.)
τῶν μελάθρων πόδα ἀ. Eur. — уходить из дома
; 4) уходить, уезжать, отправляться
ex. (ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; οἴκαδε Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὴ Καρίας Plut.)
ἀ. πρεσβείαν Dem. — отправляться в качестве послов
; 5) отходить, отступать
ex. (ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.)