Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προλειπω
προλείπω
προ-λείπω
; 1) оставлять, покидать
ex. (κτήματά τε ἄνδρας τ΄ ἐν δόμοισιν Hom.; τέν πόλιν ἐν μυρίῳ πένθει Plut.)
μέ τὸ ξυμμάχων κοινὸν προλιπεῖν Thuc. — не изменить общему делу союзников
; 2) прекращаться, оканчиваться
ex. Ἀτρείδαις οὐ προλείπει φόνος Eur. — не прекращаются убийства в доме Атридов;
εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὴ τὸ σῶμα Thuc. — если у кого-л. истощились физические силы
; 3) слабеть
ex. (προλείπω, λύεται δέ μου μέλη Eur.)