Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατατασσω
κατατάσσω
κατα-τάσσω
атт. κατατάττω
; 1) располагать в порядке, выстраивать
ex. (τέν στρατιάν Xen.)
; 2) зачислять, назначать
ex. (τινὰ εἰς τάξιν Plat.; τινὰ εἰς φυλήν Lys.; τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς Plut.)
; 3) назначать, направлять
ex. (τινὰ εἰς Καρχηδόνα Polyb.)
; 4) причислять, относить
ex. (τινὰ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Diod.)
; 5) вносить, записывать, излагать
ex. (τι ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν Polyb.; τὰς πράξεις τινὸς ἐν ταῖς ἱστορίαις Diog.L.)
; 6) med. устраиваться, договариваться
ex. (τινὴ ὑπέρ τινος Dem.)