Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκρινω
ἐγκρίνω
ἐγ-κρίνω
(ῑ) (fut. ἐγκρῐνῶ)
; 1) выбирать, избирать
ex. (ἐγκριθῆναι εἰς τέν γερουσίαν Dem. и εἰς τοὺς τριακοσίους Plut.)
; 2) считать, признавать
ex. (τινὰ ἄνδρ΄ ἄριστον Eur.)
; 3) считать годным, допускать
ex. (τινὰ εἰς τέν αἵρεσιν Plat.)
ἐγκριθῆναι τὸ στάδιον ἐν Ὀλυμπίᾳ Xen. — быть допущенным к участию в Олимпийских состязаниях
; 4) относить, причислять
ex. (τινὰ εἰς ἀριθμόν τινα и τινὰ ἐν τοῖς ἱκανῶς φιλοσόφοις Plat.)