Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπροιημι
ἐπιπροΐημι
ἐπι-προΐημι
; 1) высылать, посылать
ex. (τινὰ νηυσὴν Ἴλιον εἴσω Hom.)
κεῖνον νηυσὴν ἐπιπροέηκα ἐλθεῖν εἰς Ἀχιλλῆα Hom. — его (т.е. Антилоха) я послал к кораблям, чтобы он отправился к Ахиллу
; 2) выпускать
ex. (ταχὺν ἰόν τινι Hom.; ἄγονον σπέρμα Arst.)
; 3) (sc. ναῦν) отплывать, направляться
ex. (ἔνθεν νήσοισιν Hom.)