Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επανατεινω
ἐπανατείνω
ἐπ-ανατείνω
; 1) вытягивать, протягивать
ex. (τὸν τράχηλον Xen.)
τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα Xen. — выдвинутые вперед фланги
; 2) med. (угрожающе) поднимать
ex. (βάκτρον τινί Luc.)
; 3) med. угрожать
ex. (πράξειν τι Polyb.)
; 4) перен. подавать, внушать, сулить
ex. (ἐπανετείνοντο μείζονες ἐλπίδες τοῖς ἀξίοις ἐπαίνου Xen.; med. μείζους φόβους καὴ κινούνους τινί Polyb.)