Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ερνος
ἔρνος
-εος τό
; 1) побег, молодая ветвь
ex. (ἐλαίης Hom.; φοίνικος Hom., Pind.; δάφνης Eur.)
; 2) перен. отпрыск, дитя
ex. (ἔρνεα Λατοῦς Pind.; φίλτατα ἔρνη Soph.; Κύπριδος Arph.)
; 3) плод
ex. (τῆς νηδύος Eur.; sc. τῆς ἐρίκης Plut.)