Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπεξιστημι
ὑπεξίστημι
ὑπ-εξίστημι
тж. med.
; 1) тайно или незаметно уходить Plut., Luc.
; 2) отказываться, отрекаться
ex. (τῆς ἀρχῆς Her. или ἄρχειν Luc.)
ὑπεκστὰς τὰ πράγματα Plut. — оставив государственные дела;
ὑπεξέστη τῆς ἀγορᾶς Plut. — (Г. Гракх) бросил посещать форум
; 3) избегать
ex. (τι Plat.)
ταῖς ἀπορίαις ὑπεκστῆναι Plut. — обойти трудности
; 4) уступать дорогу
ex. (τινί Xen.)
ὑπεκστῆναι τῷ καιρῷ Plut. — подчиниться обстоятельствам