Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιμαρτυρομαι
ἐπιμαρτύρομαι
ἐπι-μαρτύρομαι
(ῡ)
; 1) призывать в свидетели
ex. (τοὺς θεούς Xen.; τὸν Δία Plat.)
; 2) подтверждать свидетельскими показаниями
ex. (ἐ., εἶτα δικάζεσθαι Arph.; τὰ παραπλήσια Polyb.)
; 3) заклинать, горячо возражать
ex. (μέ κατιστάναι τυραννίδας Her.; μέ ἀπόντος περὴ αὐτοῦ διαβολὰς ἀποδέχεσθαι Thuc.)
; 4) свидетельствовать, заявлять (категорически)
ex. (τόδε μέν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι, ὅτι … Plat.; ταύτην εἶναι ἀληθῆ χάριν NT.)