Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κυνεω
κυνέω
κῠνέω
(fut. κύσω, aor. ἔκυσα - эп. ἔκῠσσα, κύσα и κύσσα)
; 1) целовать
ex. (τινα Eur., Arph.; κάρη, χεῖρας, τινα κεφαλήν Hom.; ἀλλήλους Arst.)
; 2) редко ( = προσκυνέω) обожать
ex. (δεινέν θεόν Anth.)