Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακορης
κατακορής
κατα-κορής
adj.=2 2
; 1) густой, темный, насыщенный
ex. (χρῶμα Sext.)
μέλαν κατακορές Plat. — густо-черный цвет
; 2) чрезмерный, преувеличенный
ex. (τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.)
; 3) неумеренный, излишний
ex. (παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.)
; 4) не знающий меры
ex. (γυναικῶν γένος Polyb.)