Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ερεισμα
ἔρεισμα
-ατος τό
; 1) опора, подпора
ex. (σκῆπτρα χειρὸς ἐρείσματα Eur.)
; 2) основание
ex. (Ἀθηνῶν Soph.)
; 3) оплот
ex. (τῆς, Ἑλλάδος Pind., Luc.)
; 4) pl. основания, устои
ex. (ἐν οἰκοδομήμασιν Plat.; τὰ πίπτοντα ἐρείσματα Arst.)
ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. — крепкие узы
; 5) остов, костяк
ex. (ἔ. σελαχῶν μαλακώτερον Arst.)