Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χειρουργικος
χειρουργικός
χειρ-ουργικός
adj.=3 3
; 1) ремесленный
ex. ἡ χειρουργικέ ἐπιστήμη Arst. — мастерство
; 2) практический, технический, исполнительский
ex. (τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς Plut.)