Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατηρης
κατήρης
κατ-ήρης
adj.=2 2
снабженный, оснащенный
ex. (πλοῖον Her.)
σκάφος ταρσῷ κατῆρες Eur. — корабль с веслами;
κ. χλανιδίοις Eur. — завернувшийся в плащ;
τὸ θησαύρισμα Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. — душистое сокровище Диониса, т.е. вино