Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσγελαω
προσγελάω
προσ-γελάω
(fut. προσγελάσομαι) улыбаться
ex. (τινα Eur., Her., Arph. и τινι Arph., Arst., Plut.)
π. τὸν πανύστατον γέλων Eur. — улыбаться последней улыбкой;
ὀσμή τινος προσγελᾷ με Aesch. — я чувствую какой-то запах