Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραμυθέομαι
παραμῡθέομαι
παρα-μῡθέομαι
; 1) уговаривать, убеждать, советовать (π. τινι οἴκαδ᾽ ἀποπλείειν Hom.):
π. τινα πρόθυμον εἶναι πρός τι Plat. убеждать кого-л. отважиться на что-л.;
; 2) ободрять, утешать (τινα λόγοισι Arph.):
π. τινά τινος Diod. и τινα ἐπί τινι Luc. утешать кого-л. в чем-л.;
; 3) словами смягчать, успокаивать, унимать (τὸν φθόνον Plut.; τὸ πένθος Luc.):
τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα παραμυθούμενος Plut. чтобы избежать слова «монархия».