Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταβλητικος
μεταβλητικός
μετα-βλητικός
adj.=3 3
; 1) обменный, меновой
ex. ἡ μεταβλητικέ χρῆσις τοῦ κτήματος Arst. — использование вещи для обмена
; 2) изменчивый, меняющийся
ex. (εἰς τἀναντία Arst.)
; 3) (из)меняющийся
ex. (αἴτιον Arst.)
; 4) подвижной, передвигающийся, переходящий с места на место
ex. (τὰ μεταβλητικὰ τῶν ζῴων Arst.)