Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ατομος
ἄτομος
ἄ-τομος
I.
adj.=2 2
; 1) нескошенный, несжатый
ex. (λειμών Soph.)
; 2) неделимый
ex. (ἄ. ἤ τινα ἔχων διαίρεσιν Plat.; οὐκ ἔστιν ἄτομα μεγέθη Arst.)
ἄτομα σώματα Democr. ap. Arst. — атомы;
ἐν ἀτόμῳ (sc. χρόνῳ) NT. — в мгновение ока
II.
ἡ (sc. οὐσία) атом Plut., Cic.