Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασχηματιζω
διασχηματίζω
δια-σχημᾰτίζω
придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться
ex. (εἴδεσί τε καὴ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - v. l. ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.)