Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρταω
καταρτάω
κατ-αρτάω
; 1) подвешивать, вешать
ex. (τι ἔκ τινος Plut.)
ἄμπελοι πυκνοῖς κατήρτηντο βότρυσιν Luc. — лозы были густо увешаны гроздьями;
τὰ καταρτώμενα Arst. — (корабельные) снасти
; 2) хорошо устраивать, приводить в порядок
ex. χρῆμα κατηρτημένον ( Her. - v. l. κατηρτισμένον от καταρτίζω) — нечто благоустроенное